Είναι μεσάνυχτα και βρέχει πού θα πας; Ζόρικος κόσμος μα αντέχει, εσύ γλιστράς στης κάτω νύχτας τη γυαλάδα με ορμή πόσο νομίζεις πως αντέχει ένα κορμί. Δε με είδες, δε με ξέρεις, έτσι πέρασα, να ξέρεις ήμουν όνειρο, ήμουν ψέμα, γρατζουνιά με λίγο αίμα Τη φυγή σου να γιατρέψω, τα κομμάτια να μαζέψω ήταν η δική μου τρέλα, σου είπα ασ' τα όλα κι έλα. Να μου παίρνεις, να μου δίνεις κι άμα θες να με συγκρίνεις μέσα στις πολλές συμπτώσεις το φτερό μου να το νιώσεις το πιο 'κει, το παραπέρα άλλη ώρα, άλλη μέρα ήταν τότε, σου είπα στάσου, όμως τώρα γεια χαρά σου. Αμάν και πότε, μόνο τότε όταν θα είμαι σαφής, δε θέλω πια πολλά πολλά Πότε και πού με ποιον γιατί στο πουθενά μόνο περίπου έχει εδώ, θα φύγω πια. Θα γυρίσω μόνο όταν το αμάν θα γίνει αμήν να 'χεις πάψει να περιφρονείς τα όχι και τα μην να 'χεις δει τη συμφορά, ότι πάντα θα 'ναι αργά και πώς δίνουν με τη γλώσσα όσα δε χωρά η καρδιά. Θα γυρίσω μετά από σεισμούς και μοναξιές και θα μείνω μόνο αν συντονιστούνε οι σιωπές Θα μπορούσα να 'μαι πιο σαφής, πιο ειλικρινής να σε κάνω να χαρείς και χωρίς να κουραστείς μα τα λόγια είναι άλογα, πιο γρήγορα απ' το νου που τ' αφήνουμε εδώ και τα βρίσκουμε αλλού Γι' αυτό σε περιμένω μες στο όταν και το αν να 'ρθεις να με κοιτάξεις να μην ξαναπώ αμάν.