Εγώ είμαι του ψαρά ο γιος ο έμορφος κι ο ταπεινός οπού πάω να ψαρέψω, μαύρα μάτια να διαλέξω. Ρίχνω την πρώτη καμακιά, έλα Χριστέ και Παναγιά και πιάνω τρεις κοπέλες όμορφες σαν περιστέρες. Η μια ήταν απ' το Γαλατά, βαστά το νου της δυνατά και η άλλη απ' το Νιοχώρι του Χατζηγιαννάκη η κόρη. Η τρίτη η μικρότερη κι απ' όλες η ομορφότερη ήταν από την Πόλη που την αγαπούσαν όλοι. Που την αγάπαγα κι εγώ, να την επάρω δεν μπορώ. Το σπίτι της δεν ξέρω, πού να πάω να τη γυρεύω.