Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο εκεί που ανθίζει η φοινικιά δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο δώρα κρατώντας και προικιά ο ένας ήταν Ιρλανδός ο άλλος ήταν Ιουδαίος Δίψα τους έκαιγε τα χείλη μα πριν φωνάξουν τη βροχή είδαν στην έρημο μια πύλη που 'γραφε τέλος και αρχή μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος Πέρασαν τα μεγάλα τείχη και κάπου εκεί στην αγορά κάποιον ρωτήσανε στην τύχη πού είναι ο γάμος κι η χαρά τον ρώτησε ο Ιρλανδός τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια τους έδειξε στο χώμα εμπρός δυο πεθαμένα περιστέρια που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός δάκρυσε και ο Ιουδαίος