Να μ' αγαπάς σαν ποταμός που τρέχει στο γκρεμό, στα βράχια του να τσακιστεί, να γίνει καταράκτης. Όπως το ρέμα το βαθύ που βράζει από θυμό και να το πάψει δεν μπορεί, της μοίρας του ο φράχτης. Μα πιο πολύ να με μισείς σαν φοβισμένο χέρι, που 'χει δικό του και κρατά, το δίκοπο μαχαίρι. Να μ' αγαπάς σαν δυνατή και αχόρταγη φωτιά, που καίει κι ονειρεύεται τα λαβωμένα δέντρα. Σαν τον αέρα τον τρελό που νύχτα τραγουδά, που πολεμάει τα βουνά και πελεκάει την πέτρα. Μα πιο πολύ να με μισείς σαν αγριεμένο χέρι, που πια δε βρίσκει πουθενά το δίκοπο μαχαίρι.