Κάνει βόλτα το φεγγάρι, βγαίνουν έξοδο οι φαντάροι, κι είναι μια βραδιά ωραία στην Αθήνα, στον Περαία. Χάθηκαν οι καστανάδες κι οι αργόσχολοι βοριάδες, κι απ' τη ρίζα του χειμώνα φύτρωσε μια ανεμώνα. Όμορφή μου Κατερίνα, του μπαξέ μου καρδερίνα, άνοιξε την αγκαλιά σου και τα ροδοβλέφαρά σου· να χυμήξω στ' ακρογιάλια του κορμιού σου τα καθάρια που 'χουν βότσαλα κοχύλια, τ' ουρανού τα πετραχήλια. Βγαίνει βόλτα η λατέρνα, στολισμένη ως τη φτέρνα, κι ένα αμούστακο χαμίνι μιας μικρής τον ήλιο πίνει. Κι ένας άνεμος αντάρτης σαν ηλιοκαμένος ναύτης βγήκε τσάρκα στα σοκάκια να γλυκάνει τα φαρμάκια. Όμορφή μου Κατερίνα, του μπαξέ μου καρδερίνα, άνοιξε την αγκαλιά σου και τα ροδοβλέφαρά σου· να χυμήξω στ' ακρογιάλια του κορμιού σου τα καθάρια που 'χουν βότσαλα κοχύλια, τ' ουρανού τα πετραχήλια.