Σε ένα άδειο βαγόνι, το σώμα σκυμμένο, ανέδιδε η ανάσα σου αλκοόλ και βροχή, στο βλέμμα σου μέσα ένα ποίημα γραμμένο, ένα ποίημα θλιμμένο, από άλλη εποχή. Στο λαιμό σου ένα μαύρο σκισμένο φουλάρι, τα μαλλιά σου είχες δέσει με έναν σπάγκο από ευχές, μου θύμιζες τόσο ραγισμένο φεγγάρι που ακροβατεί σε ουρανούς γεμάτους πληγές. Μου είπες πως γράφεις στιχάκια και τα ντύνεις με τρέλα, τα φυσάς και σκορπάνε στους ανέμους μετά, πως κοιτάζεις το χάος και του λες πάμε, έλα, να σπείρουμε αστέρια όπου υπάρχουν σκατά. Πως σε λένε σε ρώτησα, όπως θέλω μου είπες, πως αλλάζεις ονόματα σαν να είναι τισέρτ, γελούσες και θύμιζε το γέλιο σου νύχτες, νύχτες που έχουν χαθεί σε ανέμελα φλερτ. Ποιητή δίχως δάχτυλα, ποτέ δεν υπήρξες, ποτέ δε θα υπάρξεις, μα για πάντα θα ζεις. Θα σε βρίσκω σε μέρη που ζωγράφισαν μύστες και σε στίχους που δεν έγραψε ποτέ του κανείς.