Σηκώθηκε μέσα μου απόψε αεράκι κι από κάπου ακούω να κλαίει μια κιθάρα. Μακάρι τα αισθήματα να ήταν τσιγάρα να τα σβήσω και να σπάσω μετά το τασάκι. Το σκοτάδι σφίγγει σαν θηλιά το λαιμό μου, να προσμένω – προσμένω – αυτό που δεν θα 'ρθει, σκουριασμένα βραχιόλια φοράει η αγάπη και βγαίνει στην πιάτσα σε μια άκρη του δρόμου. Να ζήσεις στον κόσμο μου δεν είχες τα κότσια, κι απλήρωτα μείναν της καρδιάς τα ενοίκια, πιασμένη η ψυχή μου στων άστρων τα δίχτυα που 'ναι πλεγμένα απ' την νύχτας τα κρόσσια. Η άνοιξη φέτος μου γυρίζει την πλάτη με ένα αόρατο νήμα σε τραβάει μακριά μου σε μια τρύπια κωλότσεπη κρατάς τα όνειρά μου κι απ' το πάζλ της ζωής μου λείπει ένα κομμάτι. Της μοναξιάς τα χρώματα σκορπάει η Σελήνη, θα πάρω τα λουλούδια μου απ' την αυλή την Λήθης, άργησα μα κατάλαβα πως ότι και να γίνει ποτέ πια δεν θα κλείσει η Πανδώρα το κουτί της.