Κλεισ' τα μάτια, και κοιμήσου Γρήγορα που τρέχει η ζωή Κύκλους κάνει, και θυμήσου Θα ξαναβρεθούμε μαζί Κλεισ' τα μάτια, και κοιμήσου Γρήγορα που τρέχει η ζωή Κύκλους κάνει, και θυμήσου Θα ξαναβρεθούμε μαζί... Σε κοιτώ καμιά φορά σε μια παλιά φωτογραφία Και στρέφω το βλέμμα μου αλλού Κάνω πως δεν ξέρω, δε γνωρίζω, δεν απαντώ Και κρύβω τα δάκρυα του θυμού Ήμουν μόλις δεκαπέντε όταν έφυγες, πατέρα Για την άλλη, που λένε, τη ζωή Και δεν πρόλαβα να πω μια εφηβική κουβέντα Σιωπηλός, κι η θλίψη μου κρυφή Κι έτσι έμαθα μονάχος τι σημαίνει αυτός ο κόσμος Με ευθύνη ή μητέρα και αδερφή Όμως τώρα πια που τα χρόνια αυξηθήκαν Λέω πλέον να σπάσω τη σιωπή Το "συγγνώμη" που δεν έβγαινε σαν ήμουνα αντράκι Τώρα ρέει σαν νεράκι καθαρό Κι οι κουβέντες που δεν έβγαζα μέσα απ' την ψυχή μου Τώρα στίχοι, πάνω στο ρυθμό Δεν πλησίασα ποτέ να σε μάθω πιο καλά Και δεν πρόλαβα να μάθω να εκφράζομαι Να σου πω πως μου 'χεις λείψει και τώρα που μεγάλωσα Όταν πελαγώνω σε χρειάζομαι Και αισθάνομαι ξανά τι σημαίνει αδικία Και θέλω να σπάσω όλους τους τοίχους Όμως πιάνω το μολύβι και ξανά αποφασίζω Ότι μάλλον θα τους σπάσω με τους στίχους Κλεισ' τα μάτια, και κοιμήσου Γρήγορα που τρέχει η ζωή Κύκλους κάνει, και θυμήσου Θα ξαναβρεθούμε μαζί Κλεισ' τα μάτια, και κοιμήσου Γρήγορα που τρέχει η ζωή Κύκλους κάνει, και θυμήσου Θα ξαναβρεθούμε μαζί... Τα κορίτσια που δε γνώριζα τα έμαθα, λοιπόν Μόνος μου σε έρωτα αγοραίο Κι έπιασα να οδηγώ το Lada το δικό σου Κι έτσι έπαθα το πρώτο μου τροχαίο Στο στρατό πήγα μικρός και προχώρησα μονάχος Τη θητεία μου χωρίς να καμαρώσεις Κι όταν με τους εργοδότες μου έπαιζα μπουνιές Δεν ήσουνα εκεί να με ενημερώσεις Όταν την πρώτη ρίμα μου σκάλισα στο χαρτί Τη διάβασαν η μάνα μου κι οι φίλοι Κι όταν στο βινύλιο χάραξα τη φωνή μου Δε γέλασε και το δικό σου χείλι Όταν τα Ημίζ χαράξανε πορεία Σε ήθελα λίγο να διαφωνήσεις Να πεις "αληταρά, θα μου γίνεις τραγουδιάρης;" Και μετά ξανά να υποχωρήσεις Όταν με την Τάνια ενώσαμε ζωές Δεν ήσουν κάπου να συγκινηθείς Κι όταν η ανιψιά μου μας έκανε χαζούς Έπρεπε να 'σουν δίπλα, να χαρείς Δίνω το σεβασμό σε μια μάνα που μεγάλωσε Δύο παιδιά χωρίς καμιά βοήθεια Αν όμως ήσουνα κι εσύ σε τούτη τη ζωή Η ορφάνια δε θα 'τανε συνήθεια Είκοσι τόσα χρόνια δε φώναξα "πατέρα" Κι η λέξη ετούτη έμεινε παρθένα Τώρα στο πίσω κάθισμα κάθετ' ο Κωνσταντίνος Και λέει "πατέρα" πια, εμένα...