Φωτογραφία στον τοίχο, κραυγή με δίχως ήχο. Κοράκι πεθαμένο, σοκάκι στοιχειωμένο. Τα μάτια του δυο δρόμοι κι όσο κοιτάει νυχτώνει. Κατάμαυρη θητεία, κλεμμένη αμαρτία. Φωνή και δυναμώνει, ο χρόνος που τελειώνει. Γιορτή που αγριεύει. Δωμάτιο που στενεύει. Τη σκοτεινή τη μαύρη μου την όψη χάρισε μου κι αν δεν την αγαπήσω πώς θες να τη νικήσω; Με τις φωνές που άκουγες στον ύπνο μίλησέ μου Καταραμένε φίλε μου κι άγιε αδελφέ μου. Σ' ένα σκυλί πνιγμένο το μυστικό κρυμμένο. Δυο λίρες η αλήθεια και τρεις τα παραμύθια. Εφιάλτες τα όνειρά του μηνύματα θανάτου. Δυο μαύρα περιστέρια του μάτωσαν τα χέρια. Αίμα και τα γραφτά του μα πότισαν κρυφά του της ομορφιάς τη γλάστρα για να φυτρώσουν τ' άστρα. Τη σκοτεινή τη μαύρη μου την όψη χάρισέ μου κι αν δεν την αγαπήσω πώς θες να τη νικήσω; Με τις φωνές που άκουγες στον ύπνο μίλησέ μου Καταραμένε φίλε μου κι άγιε αδελφέ μου.