Στο σπίτι που μεγάλωσα τώρα γερνάει ένα παιδί κάτω απ' τα ερείπια του χρόνου ψάχνει ακόμα τη στιγμή. Κάτω απ' τη σκόνη της ερήμου τη στάχτη των δασών είναι η νύχτα των ανθρώπων, η αυγή των θεών. Εδώ είναι η κόλαση των άλλων ο παράδεισος των εαυτών. Στο δρόμο που μεγάλωσα πέφτει μια κίτρινη βροχή ένα γράμμα από το μέλλον λέει πως το μέλλον δεν θα 'ρθει. Στα πεζοδρόμια, στα βαγόνια των συρμών η κραυγή των λύκων, η σιωπή των αμνών η βασιλεία των αγορών, η τυραννία των μηχανών. Μα πες μου αν ακούς το τραγούδι των ναυαγών τις προφητείες των μάγων, τα γέλια των τρελλών. Πες μου γιατί να νιώθεις μόνος λοιπόν τώρα που όλα ταιριάζουν μ' όλα στην εποχή των σκουπιδιών. Στην πόλη που μεγάλωσα μεσάνυχτα χτυπούν όλοι θέλουν να ξεσκάσουν, όλοι θέλουν να δουν. Όλοι θέλουν να λάμψουν, όλοι έχουν τόσα να πουν όλοι θέλουν να ξεχάσουν, όλοι θέλουν να πιουν. Όλοι μαζί κοιμούνται κι όλοι μόνοι ξυπνούν, κι όλοι είναι χίλια κομμάτια που δεν μπορούν να ενωθούν. Μα πες μου αν ακούς το τραγούδι των ναυαγών τις προφητείες των μάγων, τα γέλια των τρελλών. Πες μου γιατί να νιώθεις μόνος λοιπόν τώρα που όλα ταιριάζουν μ' όλα στην εποχή των σκουπιδιών. Καθώς καίγεται σαν φιλμ το παρελθόν μια κάμερα σαρώνει τις κόρες των ματιών. Τα δάκρυα των αποχωρισμών, την αγωνία των πρωταγωνιστών που καταπίνει σαν τέρας το αχόρταγο παρόν. Ο τρόμος του κενού, ο φόνος του κοινού το ξέσπασμα του μίσους, η εκδίκηση του πλήθους ο θρίαμβος των αφανών. Κι ένα παιδί στ' όνειρο του προσπαθεί να πετάξει που ήθελε να φτάσει κι όλα να σπάσει προσπαθεί να ξυπνήσει, προσπαθεί να φωνάξει. Μα πες μου αν ακούς τη χορωδία των λυγμών τους κήρυκες του τέλους, τους στεναγμούς των εραστών. Πες μου γιατί να νιώθεις μόνος λοιπόν τώρα που όλα ταιριάζουν μ' όλα στην εποχή των σκουπιδιών.