Καλοκαιριάζει, φορτώνουμε βαλίτσες στ' αμάξι Μωρό μου, πάμε όπου μας βγάλει, η Αθήνα μ' έχει κουράσει Ακούμε τα ακυκλοφόρητά μου Καβατζώνεις στάθμες στο σουτιέν σου, πίσω μας είναι οι μπάτσοι Σε πήρε ο ύπνος στο ταξίδι, μοιάζεις με νύμφη που βγήκε από παραμύθι Σου πήρα ένα δαχτυλίδι κι ακόμα το φοράς Μα λάμπεις πιο πολύ εσύ, είσαι από μόνη σου στολίδι Όσο ρίχνουμε στη θάλασσα βουτιές Επάνω μας πέφτουν τα κύματα σαν εμμονές Είμαστε πεσσιμιστές, μα σχεδιάζουμε στη παραλία Πώς θα γίνουμε αύριο πρωταθλητές Σε 'μένα πίστευαν όλοι οι προπονητές "Πάρε τη μπάλα ρε μαλάκα, και καν' τους αυτά που ξες" Κι εγώ τους έσκαγα ποδιές, τώρα δουλεύουμε φορώντας ποδιές Τα μεροκάματά μου κάνω μουσικές Στο δωμάτιο, οι τοίχοι βγάζουν κραυγές Τώρα τους βάφω για να πάψουν οι φωνές Όπω σου το 'χα υποσχεθεί, θα 'ρθουν καλύτερες ημέρες, μα δες Δηλώνω ακόμα ένας από τους ξεπεσμένους ποιητές Σ' αυτό το γραπτό δεν βάζω στοπ Κι άμα τζογάρω το αμάξι μου, θα φύγω μ' οτοστόπ Έχω ενέργεια στις μπάρες μου, γι' αυτό δεν τις αγγίζουνε Φοβούνται μήπως πάθουνε ηλεκτροσόκ Μα υπήρξε φυγή, τα δάκρυα πέφτουνε επάνω στο χαρτί Μεταμορφώνονται, γίνονται λέξεις Μου 'πες "θα μείνω", αλλά έφυγες κι εσύ Καθημερινά σηκώνω βάρη, και δεν εννοώ στο γυμναστήριο Το δωμάτιό μου κάνω καπνιστήριο Έχω έναν άνθρωπο μες στη ζωή μου που 'ναι καταφύγιο Ζωγραφίζω με τους στίχους, Πικάσσο Πες μου, μωρό μου, τι θέλεις, να στ' αγοράσω Στ' αρχίδια μου τα φράγκα, για 'σένα όλα θα τα κάψω Καθημερινά ο ίδιος με ρίχνω στο κανναβάτσο Οι μισοί μου φίλοι χασικλίδες Οι άλλοι με τις μηχανές τους ξύνουνε τις πινακίδες Άλλοι παίζουνε μπουκέτα στις κερκίδες Κι άλλοι τρέχουν στη σεζόν για να γαμήσουν Ιταλίδες Απ' όταν έφυγες μακριά, καπνίζω, πίνω, παίζω αμύθητα ποσά στα χαρτιά Πες μου, ρε Brando, τι άλλο θέλουν από 'μένα πια Να καταπιώ σπαθιά, για να με πάρουν τα μουνιά στα σοβαρά Αναμάρτητος ουδείς, αυυτοκτονώ επί σκηνής, βρωμάει η ανάσα μου χασίς Ποιοι στον πούτσο είστε εσείς Είπες μακριά μου πως αντέχεις να ζεις Αλλά νομίζω τα κομμάτια που σου 'γραψα νοσταλγείς Δεν δένομαι σαν Οδυσσέας πλέον στο κατάρτι Μάνα, ήθελες, θυμάμαι, να με δεις παραστάτη Συγγνώμη που έχασα το γέλιο μου και πίνω πιο συχνά Συναισθηματικά νεκρός από τις δεκατρείς του Μάρτη