Ένα πουλί απόδημο, καθόταν στην πλατεία χάζευε τους περαστικούς, και έπινε μπύρα κρύα. Η πρώτη φέρνει δεύτερη, κι η δεύτερη ζαλάδες κάτω από τα καθίσματα, κινούνται συμπληγάδες. Και ενώ στο Vox παιζότανε, έργο του Παζολίνι χάλασε απότομα ο καιρός, και ξέσπασε μπουρίνι. Δεν ήταν στάλες τις βροχής, για να κρατάς ομπρέλα ήταν μπάτσοι διαλεχτοί, που κάναν πασαρέλα. Κανένας δεν τους κοίταξε, τους γύρισαν την πλάτη και μείνανε τα μανεκέν, στην πίκρα και στο άχτι. Και έτσι όπως ήταν του χεριού, την πέσαν στο πουλάκι γιατί είχε στη φτερούγα του, φτηνό σκουλαρικάκι. Με γεια το μοντελάκι σου, που έφτιαξε ο Τσεκλένης κυρ αστυνόμε το φτωχό, τι έφταιξα και δέρνεις. Φταίει το σκουλαρίκι σου, γιατί ανταύγειες βγάζει και ενώ 'μαι αυτοκράτορας, γελάει και με χλευάζει.