Μέσα στο μισοσκόταδο με βραδινή μαστούρα Θ' αντανακλάει στο τζάμι η δικιά μου καρικατούρα Το στενό δωμάτιο πλέον δε με χωράει Κι όποιον ακούω απόψε παράφωνα τραγουδάει Είναι μέρες που 'χω τώρα σχεδόν αρρωστήσει Μα δε ζήτησα ποτέ κάποιον να βοηθήσει Δεν έχω μάθει να ζητάω κι ίσως κακώς Αλλά μ' αυτά που είδα έγινα κυνικός Είδα τη ζωή μου πριν καν βγω απ' το σπίτι Τοιχοκολλημένη με τον τίτλο του αλήτη Είδα βρεγμένα πεζοδρόμια, κόσμο να εγκαταλείπει Ζωές που χαραμίστηκαν μια παγωμένη Τρίτη Στ' ορκίζομαι αδερφέ, αυτή τη φορά είμαι κομμένος Μα το πρωί στο μπάνιο μου ήσουνα ξαπλωμένος Κάθε 'μέρα που περνάει άλλο ένα δανεικό μου Σχεδόν σαν να κλέβω απ' το θάνατό μου Ό,τι μ' αγαπάει πληγώνω άθελα μου και μόνο Μένοντας μονάχος μου πάλι να μετανιώνω Το πιο όμορφο χαμόγελο μου 'πε πως με σιχαίνεται Καταστρέφω κάθε τι που αγγίζω μου φαίνεται Τα λογία μιας τσιγγάνας που άκουσα προχθές Ξέρω πως αξίζουν όσο χίλιες προσευχές Ξυπόλητοι πεθαίνουμε, γεννιόμαστε γυμνοί Ποιος αλήθεια μας αγάπησε σ' αυτήν τη διαδρομή; Ξέρω θέλεις ένα χέρι σφιχτά να σε κρατάει Και μια καρδιά στον κίνδυνο μαζί σου να χτυπάει Το μυαλό μου ειρωνεύεται συχνά την καρδιά μου Η καρδιά μου δε μιλιέται με τα σωθικά μου Το χέρι μου γράφει χωρίς να ρωτάει κανένα Όλα μαζί επάνω στη ζάλη φτιάχνουν έμενα Μη με ρωτάς για την επόμενη 'μέρα Γιατί για μια χούφτα Δολάρια κόβεται η καλήμερα Κι αν πεθάνω, θα υπάρχει το τραγούδι αυτό Που πρόλαβα να γράψω και να πω Τραγούδησε το όπως δεν τραγούδησες ξανά Κι άσε ν' ακουστεί μέχρι την άλλη μεριά Δε θέλω κλάματα, λουλούδια, πολλές ιστορίες Δε θέλω τυπικές και ψεύτικες παρουσίες Θέλω μόνο όποιος το κάνει να το εννοεί Μια γουλιά αλκοόλ στο χώμα να γλυκάνει την ψυχή 23 τη 'μέρα, νιώθω πως τα ξέρω όλα Μα πάντα πελαγώνω την τελευταία ώρα Νιώθω να μου λείπει ένα βλέμμα καθαρό Δεν εμπιστεύομαι κανέναν και μου βγαίνει σε κακό Μονάχος και δίχως πρίμα στον ωκεανό Μένω σε 30 μετρά ισόγειο παλιό Τα παντζούρια όταν ανοίγω για να δω λίγο φως Η πόλη με φωνάζει ο Γιος του Κανενός