Δε φοβάμαι να πεθάνω, φοβάμαι μη δεν το 'ζησα Μην το 'χα αλλά το 'χασα και μη το σκότωσα Με ελάχιστη αντοχή και λίγο παρελθόν στα μάτια Ανέβηκα ένα ένα τα μισά σκαλοπάτια Την πρώτη κόπια της φαβέλας την έθαψα στον κήπο μου Έπειτα προσευχήθηκα να πιάσουνε τον στίχο μου Τους άκουσα να σιγοτραγουδάνε απ'τα μπαλκόνια Και τους είδα να κρεμάνε παπούτσια από τα κορδόνια Όταν τέλειωσε και αυτή η πρωινή προσευχή Οι 'μέρες γίνονταν 'βδομάδες και οι 'βδομάδες οργή Έτσι άνοιξα το βήμα για την δεύτερη στροφή Και είναι γραμμένο σε μια τρύπα χωρίς να διαφημιστεί Ο ρουφιάνος είναι σαν τον κλεπτομανή Κάθε που ρουφιανεύει γεμίζει με ηδονή Δικάστηκες δύο κακουργήματα άλλο ένα εκκρεμεί Αλλά στα μάτια μας μουνί δεν έχεις αναστολή 30αρίσαμε σε δουλειές του ποδαριού Του αγχωμένου ύπνου και κρύου ξυπνητηριού Να σπουδάσω τα παιδιά μου για να γίνουν μετανάστες Ή να τους μάθω πώς να κινούνται στις πιάτσες Από το Greca Intifada στην ανάπηρη Ελλάδα 12μηνη σκλαβιά με άλλοθι μία βδομάδα Νεύρα στο τιμόνι κι όλο πέφτεις σε ψαχτήρια Κι αυτό γιατί φοράς Βουλγάρικη πινακίδα Δεν κοιμάσαι πλέον γιατί γνώρισες την φρίμπα Και αυτοί που σ' αγαπάνε συζητάν' γι'αυτό το χρήμα Κλειστοφοβικές αίθουσες δικαστηρίων Επιχειρήματα εισαγγελέων γελείων Φουσκωτοί στα δρομολόγια των λεοφορείων Και σπίτια σε πινάκια ειρηνοδικείων Δεν γουστάρω τα εφέ και τα περίεργα ρεφρέν Σαμποτάρω το παιχνίδι μέσα απο το terrain Μα οταν γράφω δεν μπορώ μετά να κοιμηθώ Είμαι γεμάτος υπερένταση και θέλω να τα πω Βάζω το beat και το ραπάρω ώσπου να 'ρθει το πρωί Και νιώθω σαν να γάμησα μέσα στη βροχή Το είδωλο μου στον καθρέφτη του παλιού ασανσέρ Ένα κιτρινισμένο βιβλίο για το Κιλελέρ Τα χέρια να βρωμάνε από τα γάντια της προπόνησης Και λύτρωση την ώρα της συσκότισης