Βράχια γυμνά, της μοναξιάς μου φωλιές. Γκρεμοί, στενά, των αετών γειτονιές που η θάλασσα κι η ταξιδεύτρα ζωή μου δώσανε για να γνωρίσω τη γη. Βράχια γυμνά, του Οδυσσέα οι σταθμοί. Τ'ακολουθώ στο σώμα μου, στο κορμί. Νύχτες φωτιάς στου κόσμου το χαλασμό κινδύνου φως και βλέμμα ανθρώπου θαμπό. Στη Μεσόγειο καρδιά μου όποιος ζει, διωγμό και λάβα πάντα θα βρει. Δε φοβάται να πεθάνει μ'ακούς; όποιος έπαθε θανάτους πολλούς. Δε φοβάται να πεθάνει μ'ακούς; όποιος έπαθε θανάτους πολλούς. Σπίτια κρατά η μνήμη τόσων καιρών, τα κυβερνά ο "βασιλιάς" των νερών και τα μεθά των άκρων ο πειρασμός που καταπίνει γραφές σαν σεισμός. Στη Μεσόγειο καρδιά μου όποιος ζει, διωγμό και λάβα πάντα θα βρει. Δε φοβάται να πεθάνει μ'ακούς; όποιος έπαθε θανάτους πολλούς. Δε φοβάται να πεθάνει μ'ακούς; όποιος έπαθε θανάτους πολλούς.