Σαράντα δυο κλεφτό-νο-πουλα Τη Λα- μωρέ, τη Λάμπρω κυνηγούνε Και η Λάμπρω ήταν, Λάμπρω μου Και η Λάμπρω ήτανε φρόνιμη Και η Λάμπρω ήταν φρό-νο-νιμη Στον Α- μωρέ, στον Αϊ-Γιώργη πάει Άγιε μου Γιώ- Λάμπρω μου Άγιε μου Γιώργη γλύτο' με Άγιε μου Γιώργη γλύ-νι-το' με Απ' των, μωρέ, απ' των κλεφτών τα χέρια Να φέρνω λί- Λάμπρω μου Να φέρνω λίτρες το κερί Να φέρνω λίτρες το-νο κερί Κι οκά- μωρέ, κι οκάδες το λιβάνι Και με βουβα- Λάμπρω μου Και με βουβαλοτόμαρα Και με βουβαλοτό-νο-μαρα Να κου- μωρέ, να κουβαλώ το λάδι Ανοίξαν τα- Λάμπρω μου Ανοίξαν τ' άγια μάρμαρα Ανοίξαν τ' άγια μά-να-ρμαρα Και μπή- μωρέ, και μπήκε η Λάμπρω μέσα Ανοίξαν τα, Λάμπρω μου Ανοίξαν τ' άγια μάρμαρα