Μες στον δικό μας τον καφενέ καυγάδες, γέλια, κρασί και ζάλη, εδώ πεθαίνουν έρωτες μεγάλοι κι εμείς τους κάνομε τραγούδι κι αμανέ, αχ ουρανέ πες μου το ναι κι έμπα κι απόψε στο δικό μας καφενέ. Μες στο δικό μας τον καφενέ κουμάντο πάντα κάνανε άλλοι κι όσοι δε σκύψανε ποτέ κεφάλι ακριβοπλήρωσαν μια στάλα λευτεριά, χίλια φλουριά, μια δοξαριά παίξε λυράρη, μήπως βρω παρηγοριά. Αχ, ο δικός μας ο καφενές είναι μια μάνα που τη μαλώνω, μα τηνε νιώθω, όσο μεγαλώνω, κι ας μ' αποδιώχνει σαν τον ξένο να γυρνώ κι όταν πονώ το δειλινό, νιώθω πιο μόνος κι απ' τ' αγρίμι στο βουνό. Μες στο δικό μας τον καφενέ από τη σκόνη, σαν θα χορέψεις, που 'ναι γεμάτη όνειρα και σκέψεις, θα βάλω λίγη στην αρχαία μας πληγή, πατώ τη γη, αίμα να βγει που θα με πάρει μια θλιμμένη χαραυγή.