Ήταν ψηλός, ήταν περίπου ένα κι ογδόντα Mες στο σκοτάδι παραφύλαγε κρυμμένος Φορούσε κράνος και γυαλιά κι είχε μια Honda και μαύρα γάντια, δηλαδή σεσημασμένος Μου λέει Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου! κι εγώ δεν είχα ούτε λεφτά ούτε ζωή Είπα μονάχα Πάρε με μαζί σου κι όταν συνήλθα είχε γίνει πια πρωί Μ' ένα σουγιά γυαλιστερό με απειλούσε, μ' ένα σουγιά πανηγυριώτικο της πλάκας και σαν αγρίμι φοβισμένο με κοιτούσε Όπως εγώ, ήταν κι αυτός καλός μαλάκας Μου λέει Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου! κι εγώ δεν είχα ούτε λεφτά ούτε ζωή Είπα μονάχα Πάρε με μαζί σου κι όταν συνήλθα είχε γίνει πια πρωί Μ' άφησε κι έφυγε κι εκείνος σαν κι εσένα, μα εγώ δεν πάω πουθενά να τον καρφώσω Και λέω απόψε που δεν έχω πια κανέναν, άμα ξανάρθει, ό, τι έχω να του δώσω