Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης το κύμα η πλώρη εκέρδιζε οργιά με την οργιά σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά. Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλάνοι άγιε Νικόλα φύλαγε κι άγια θαλασσινή τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Μοντιλιάνι που το αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυό Μαρμαρινοί. Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού. Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ' αγαπώ αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το Στρατή που πάει για το Ντεπό.