Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δύο centavos Κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυττό Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω Και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα Ναυτάκι του γλυκού νερού Σε πιάνει – μην το πεις αλλού- σα γάτα η λαμαρίνα Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι Εγώ,- και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό Σου πήρ' από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα Κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί Πίσω απ' το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία Έβενος,-γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara-Yara Ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά Φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα Του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο Σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι Όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές Σκοτώνει, πες μου ο χωρισμός;- Ματώνει, δε σκοτώνει Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές