Θυμάμαι απόψε που τ' αστέρια με κυκλώσανε ένα juke box με φαντασία να καλπάζει Τόσα τραγούδια που τα χείλη μας προδώσανε όπως σε πρόδωσα και εγώ για κάποιον άλλη Ήρθε κι εκείνος ο μουστάκιας ο απότομος όλο εγκρίνιαζε πως να κρατάς τις στέκες Στου Jimmy Hendrix τις χαβάγιες εχανότανε καθώς οι μπίλιες ετρακάρανε σαν πέτρες Ήρθε και ο Μπίλυ ο αράπης που εμίλαγε χωρίς να νοιάζεται αν κάποιος του μιλούσε "Ξυπνάτε βρε μαλάκες απ' την κούνια σας" κι ύστερα αμίλητος τις τράπουλες βροντούσε Σ' ένα τραπέζι που εφώτιζαν τα ξέφωτα σαν αυτοκράτορας ο Βάγγος αραδιάζει Στρωμένη είναι η δουλειά στης Τρούμπας τα περίχωρα με τα αζήτητα κομμάτια μιας τσατσόγριας που προστάζει Μια Τετάρτη που τα ξύδια τους εξέραναν δίπλα στη στάση της Λιοσίων σταματάνε Ένα ταξί τους παίρνει προς τις γέφυρες και κατηφόρα για το σπίτι τους τραβάνε Φράγκα δεν έχω να πληρώσω τα ετίναξα για μια βρωμιάρα με ακούς μα δεν πειράζει στραβομουτσούνιασε ο τύπος και σταμάτησε κατέβα κάτω και τον πιάνει απ' το κεφάλι Τραβάει ο Βάγγος τη φαλτσέτα από την κάλτσα του και την κολλάει στο πρόσωπο του μάγκα Μα είχανε ήδη μαζευτεί οι χωροφύλακες και τους επήγαν σηκωτούς πίσω από τη μάντρα Τόπι στο ξύλο τους εκάνανε και φύγανε Μα εκείνοι από μέσα τους γελούσαν αύριο θα κάναν πάλι τη φιγούρα τους σε έναν κόσμο που αγαπούσαν και μισούσαν Θυμάμαι απόψε που τ' αστέρια με κυκλώσανε ένα juke box με φαντασία να καλπάζει τόσα τραγούδια που τα χείλη μας προδώσανε όπως σε πρόδωσα και εγώ για κάποιον άλλη