Το δέρμα μου είναι πόρτα ανοιχτή και το μυαλό μου άδειο σπίτι. Η σάρκα μπαινοβγαίνει στη στιγμή, τα όρια χλευάζει και τη φύση. Οι άκρες των δαχτύλων μου μπορούν τη μιά στιγμή ν' αγγίζουνε το σύμπαν, την άλλη,τις σανίδες του σπιτιού, εκεί που πάτησες και νόμιζες δεν σ' είδαν. Δε με ορίζει κάποια φυλακή, είμ' ένα ζώο άχρονο κι αστείο. Σαν κλαίω,παρασέρνω τους καλούς και τους ανόητους να κλαίν το ίδιο. Αν κάθομαι στο χώμα ή στα καρφιά, χιλιάδες άγνωστοί μου μ' αντιγράφουν. Φυσάω του τσιγάρου τον καπνό και σύννεφα γεννώ,που στην αυλή σου θα 'ρθουν. Αντίκρυσα την άσβηστη φωτιά και ξέχασα μετά να ζήσω. Εκεί, που ταξιδέψαν οι πολλοί, δεν πήγα για να μη τους ενοχλήσω. Είμ' ένας μόνο κι ότι μ' απειλεί, τη μιά, με φέρνει πιό κοντά στους μόνους· την άλλη,με κρατάει μακρυά. Είμ' ένας μόνο, μέσα στους δικούς του πόνους.