Μπάσο ο βοριάς φάλτσο ο νοτιάς φυσάει· πως να σταθούν σε μια μεριά μονάχα οι λέξεις Κι όλα της γης τ' αρίζωτα, τα διάφανα ονείρατα σκορπάει, πως θες να τα βροχομαγέψεις Πώς, με συννεφένιους ουρανούς και με κεφάτες μπόρες, μαργαριτάρια στάλαμα και ένα κάρο μάλαμα θες να κερδίσεις μήνες, μέρες κι ώρες, και μια στιγμή το χάραμα με ό, τι αγαπάς αντάλλαγμα Πώς περιμένεις να χωρά ο ήλιος το φεγγάρι, κι όλα τ' αστέρια τάματα σαν φυλαχτά στον ώμο Πως να 'ταν τρόπος τα όμορφα να γίνουν κεχριμπάρι, να τελειώναν τ' άσχημα σ' ένα τσιγάρο δρόμο Φτάνει η σιωπή που όλα τα αλλάζει, φτάνεις κι εσύ που στέκεσαι ήσυχα εκεί και δίχως καλοπιάσματα, που μου 'λεγες αν νιώθεις μόνο, δε φτάνει χαρά μισή φτάνει να ξέρεις, όμως, και είναι σαν χίλια θαύματα. Φτάνει η σιωπή να μου απαντά, όταν τριγύρω τα πάντα φωνάζουν, σα τον ήλιο που τη βροχή συναντά, και σιωπηλά τις ώρες μοιράζουν. Φτάνει η σιωπή, για όσο θα στέκεσαι εκεί, φτάνει αυτή και τίποτα άλλο. Γίνεται λέξεις, στο στόμα φιλί, κι είναι παρέα καλή σε ταξίδι μεγάλο. Φτάνει η σιωπή που μου απαντά πως στην αγάπη δεν καλοχωρά χαρά ούτε λύπη, κι όσα κι αν τάξεις ψέματα με ουρά, όλη τη γη με τα βουνά, της Κυριακής είναι χαρά και της Δευτέρας λύπη, αλλάζει αβέρτα σαν Μάρτη μήνα ψεύτη που μία κλαίει και μια γελάει, μονολογεί μπροστά σ' έναν γεμάτο δακτυλιές καθρέφτη μια ρυτίδα που δεν ήταν χτες εκεί απαντάει: πως άλλα λέγονται κι άλλα ακούν τ' αυτιά σου, πως άλλα αγγίζει η αγκαλιά κι άλλα θωρεί το μάτι, γεύση στο στόμα αλλιώτικη, ψέμα και η μυρωδιά σου, οι πέντε αισθήσεις σου 'στησαν θέατρο στην πλάτη... Γι' αυτό σου λέω απλά πως δε θα το 'ξερα, πως θα 'ταν δυνατόν να ήσουν άλλος κι όχι εσύ, αν θα 'τανε καλύτερα ή χειρότερα. Φτάνει μονάχα η σιωπή – κι εσύ που στέκεσαι εκεί.