Απόγευμα ήσυχο στην Πόλη του Φωτός Νότες πλανώδιες που χάνονται στη θλίψη Σβήνει ο χρόνος απόμακρος σκυφτός Σε μια κλεψύδρα, μια ευχή είχαμε κρύψει Ζωγράφοι υπαίθριοι κοιτάζουν, την ποθούν Πόθος συλλέκτη για μια σπάνια πεταλούδα Μετράω τις ώρες που χαθήκαν και σιωπούν Τα βήματά της προσπαθώντας να εμποδίσω Και τι δεν θα 'δινα μονάχα μια στιγμή Τα μάτια της ξανά να συναντήσω Να ζωγραφίσω όσα δεν πρόλαβε να πει Σ' ένα πορτρέτο που για πάντα θα κρατήσω Ενας περίπατος στου δρόμου τα καφέ Εκεί που έδωσα και πήρα ότι ζητούσα Κι αν με ρωτούσε, αν θα τ' άλλαζα ποτέ Ισως στα χέρια μου ακόμα την κρατούσα Ομως δε ρώτησε ποτέ για όλα αυτά Με δάκρυα έλεγε, ποτέ να μη νυχτώσει Σα να περίμενε από κάπου να πιαστεί Ψάχνοντας μάταια, δυό κόσμους να ενώσει